27/9/18

ΕΡΩΤΑΣ -3






το νοείν και το πράττειν

Η

ιδεόπλαστη, νοητική διάσταση, «οντολογία» (καθ’ υπερβολή) του έρωτα, υπερβαίνει την σχετικότητα της ύπαρξής μας. Μόνο στην άρρητη, νοητική του μορφή αποκτά την αίσθηση του απόλυτου ο έρωτας, καθώς είναι η έλλογη και πολλά υποσχόμενη σύνθεση, «η ενότητα του είναι και του μη είναι» κατά τον Ηράκλειτο (Αξελός), της σάρκας και του πνεύματος, της υπαρκτότητας των όντων, των φαινομένων, των πραγμάτων, των βιωμάτων και της νόησή τους.  Γιατί τότε, μόνο τότε, αποκτά αειθαλή ηδύτητα, ουσία και περιεχόμενο ο έρωτας, καθώς συνέχει όλο μας το Είναι. Ο, μεθερμηνευόμενον, μας κατέχει στο διηνεκές, μέσω των φαντασιώσεων, της μνήμης, των αναγωγών μας· «δεν κατέχει τον έρωτα ο Άρης, αλλά ο έρωτας τον Άρη*», (δηλαδή εμάς).

Λυτρωτική δυνατότητα, αναμφισβήτητα, για τους μεγάλους, ευγενικούς, διαχρονικούς· ανώτερα ηδυτικούς, πνευματικούς, έρωτες, σε αντίθεση με τον ένσαρκο, που, ναι μεν μας προσφέρει, στον ύψιστο βαθμό, τον αισθησιασμό, την ηδονή, την απόλαυση της σάρκας, πλην όμως είναι η απαρχή του αποφατισμού, της αλλοτρίωσης, της απομυθοποίησης, του τέλους.

Όχι ως αφετηρία, φυσικά, καθόσον είναι λίαν απαραίτητος, και απαρχή, γένεση ζωής, αλλά ως διαδικασία κορεσμού (τα πάντα ρει) και διάψευσης, δοθέντος ότι, στον άλλο αναγνωρίζουμε, θέλουμε να αναγνωρίζουμε, παρά την ετερότητα, μέρος της ταυτότητάς μας, του προσώπου μας, του εαυτού μας (στοιχεία όλα των ελλείψεων μας, της πληρότητας μας), και εξ’ αυτών, την καθολικότητα της ύπαρξής μας· όταν πληρούται η πρώτη αρχή, αρχή του άρρητου και όχι του ειδέναι, όμως·  το ειδέναι είναι παρόρμηση, άλογος ενθουσιασμός, που, ναι μεν, συνιστά ερωτική επιθυμία, πλην όμως, απέχει παρασάγγας από το ενδότερο είναι, την συγκρότηση, την προσωπικότητα, την  ολότητα του άλλου, χωρίς να αποκλείεται εκ προοιμίου η δυνατότητα, να εμπεριέχεται στην μερικότητα, σπανίως βέβαια, το όλον.

«Μόνο όταν η σφοδρή επιθυμία, για ένα εξωτερικό, σωματικό κάλλος· (έρωτας προς το ωραίο), μετατραπεί σε θαυμασμό χαρακτήρος· πνευματικό θαυμασμό, μπορεί να οδηγήσει», με μερική βεβαιότητα πάντα, «στην απρόσμενη θέαση της ίδιας της ομορφιάς, της απόλυτης Ιδέας, η οποία δεν γίνεται, δυστυχώς, αντιληπτή με τις αισθήσεις, τα μάτια του σώματος, παρά με τα μάτια της ψυχής ή του νου». Όχι για λόγους επίφασης ή ελιτισμού, βέβαια, αλλά «διότι, μόνο σε αυτό, το ύψιστο και, πραγματικά, θεϊκό επίπεδο –το άδολο κάλλος, η καθαρή αρετή, η αμιγής αλήθεια– ταυτίζονται», κατά τον Σωκράτη**»

«Το να αγαπά, αποκλειστικά, για το σωματικό και όχι για το πνευματικό κάλλος, την αρετή, την ψυχή κανείς κάποιον (α), είναι δουλοπρέπεια» θα έλεγε και σήμερα· ιδιαίτερα σήμερα, που το σωματικό έχει υποσκελίσει κάθε πνευματική αρετή, εάν ζούσε, ερωτάτο,  ο Σωκράτης.

Ως εκ τούτου:

Επειδή τα φαινόμενα, οι αισθήσεις μας μας εξαπατούν, κατά τον Πλάτωνα και άλλων στοχαστών, δεδομένου ότι, δεν αποκαλύπτουν την πραγματικότητα, αλλά μέρος της πραγματικότητας (κρύπτεσθαι φιλεί –Ηράκλειτος), κάθε αναλογισμός μετά την πάροδο του πόθου, πάθους, αναιρεί τις εκτιμήσεις μας, τις προσδοκίες μας, μέρος δηλαδή του Είναι μας. Οπότε κάθε προσέγγιση η οποία αναλώνεται στην αισθητηριακή, οπτική, εικόνα μόνο του άλλου, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της τις ενδότερες πνευματικές, ψυχικές, παραμέτρους· αρετές, εγκυμονεί την διάψευση, δι’ ο και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, μιας και το τίμημα είναι η απογοήτευση και βαθμηδόν ο πόνος και η μοναξιά, τα πιο γνωστά ακολουθήματα του έρωτα· όπου πόνος, νοσταλγία ηδονής!


«Μοναχός πορεύεται, στον έρωτα, τη δόξα και τον θάνατο, κανείς***»




----------------------
  *Πλάτων: Συμπόσιο. 196 d.
**Πλάτων: Συμπόσιο 211c.d.e. & W.K.C. Cuthrie: Ο Σωκράτης. σ 111.
***Γ. Ρίτσος: «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.


πίνακας: Γιάννης Μόραλης - ερωτικό.