19/2/20

Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ






κριτική*


Μια ενιαία αυτοτελής ποιητική σύνθεση, η σημειολογία της οποίας προϋποθέτει ποιητική εγρήγορση δεδομένου ότι συνδηλώνει ποικίλες ενυπάρχουσες αναφορές –νοήματα, εικόνες, μνήμες–  οι οποίες αναδεικνύουν την εγκεφαλική δομή της σύνθεσης.

Μία ποιητική σπουδή, μέσω της οποίας οδηγεί, ποίηση και αναγνώστη, σε μία ονειρική πραγματικότητα η οποία υπαγορεύεται από το βιωματικό, ιδεολογικό, αισθητικό υπόβαθρο που φέρει η δημιουργός· προσδιοριστικό στοιχείο του οποίου είναι η αδιάλλακτη, χωρίς μειοδοσίες, στάση ζωής, για την οποία αισθάνεται ευτυχής αν και μειοψηφούσα· “τι λίγοι που μείναμε/στο κέλυφος της γης;, σε αντίθεση με εκείνους που, παρότι ενδύθηκαν άνευ αιδούς το όνειδος και την φυγομαχία, τελούν εν αφθονία· συνήθης εκδοχή, όταν οι μνήμες διαστέλλονται, όταν τα πρότυπα  εξαφανίζονται ή μάλλον λοιδορούνται σε μια προσπάθεια διάσωσης, ανάδειξης της μετριότητας (στ’ ανάθεμα λοιπόν/και στο εξώτερον πύρ/ο απεχθής/ο ειδεχθής/ ας απολαύσουμε οι λοιποί…!)

Μια αναδρομική προσέγγιση του διαρκώς βιούμενου ιστορικού γεγονότος, ως σημείο αναφοράς, που ανασυντάσσεται με έναν ιδιόμελο ποιητικό λόγο, ικανό να συγκινήσει, να εκθέσει παγιωμένες αντιλήψεις περί του ανερμάτιστου (πασίδηλο) τυχοδιωκτισμού ατόμων που μηδένισαν την ηθική, ηράσθησαν την απουσία στο βωμό της προσωπικής τους ανέλιξης –θλιβερό φαινόμενο της ενεστώσας, δυστυχώς, ως χθες, ακόμη, ιστορικής μας περιόδου· “φωνάζουν οι καιροί/κι εμείς κωφεύουμε”.

Πόσο ευτυχής μπορεί να αισθάνεται, άραγε, κανείς, “…σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι…” υποκρισίας και συναλλαγής;

Το να ζει κανείς κάτω από τον ίδιο ουρανό με τόσο αδυσώπητες αλήθειες, το να μιλά “για το μωλωπισμένο/θύμα μιας αναγκαίας καταστολής”, το να αναφέρεται σ’ αυτούς που “από κοινού/ μετάλαβαν τον χρόνο”, που “μέσα σε εκούσιες φυλακές ποδοπατήθηκαν/ μα τίποτα δεν αρνήθηκαν”, αν μη τί άλλο, δηλώνει τραγικότητα, μαρτύριο πιο οδυνηρό κι από του Σίσυφου ακόμη, εκτός κι αν «στην ήττα του βρίσκει τον θρίαμβο κανείς», όπως θα έλεγε κι ο Κίκεγκωρ.

Αν η βίωση δημιουργεί την εμπειρία, η εμπειρία την ανάμνηση, η ανάμνηση τη γνώση, κι η γνώση την συνείδηση, τότε η ποίηση της Δ. Δημητριάδου κτίζει με ανθεκτικά υλικά την πανοπλία της. Αναγκαία προϋπόθεση για όποιον (α) επιθυμεί να διέλθη ως άγρυπνη συνείδηση το βόρβορο της αθλιότητας, ιδιαίτερα όταν γνωρίζει, ότι, χωρίς αντινομία και παράλογο δεν υπάρχει θέση για αισιοδοξία, όπως αναφέρει στο ομώνυμο δοκίμιό του και ο A. Καμύ.  

Το ύφος, απαλλαγμένο από προσμίξεις, σηματοδοτεί την προσωπική, εκφραστική της κατάκτηση, καθώς πορεύεται την οδό της υπέρβασης, προτείνοντας ένα ιδιοφυές ατομικό ύφος, τρόπο γραφής, που αγγίζει διακριτικά τις ωριμότερες στιγμές του δόκιμου υπερεαλισμού και του ελεγχόμενου φιλοσοφικού στοχασμού· εγκεφαλισμού.

Η Διώνη Δημητριάδου, με την οικονομία των λέξεων, προσφέρει το έρεισμα που αναδιφεί υπαρξιακά αδιέξοδα –πάθη, προδοσίες, ερινύες· οιονεί δολοφονίες, ικανές να αποκαλύψουν το άγονο του ειδέναι.

Μια σύνθεση βαθύτερων νοημάτων και όχι παράθεση ατομικών, απλώς, συναισθημάτων· “σμιλεύοντας τις λέξεις φτιάχνεις”, άλλωστε, “γλυπτά”.





* Οδός Πανός : τεύχος 186