Ποιητικές Συλλογές



ΔΙΕΞΟΔΟ



ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Ανάμεσα στη φλόγα της ζωής για τη ζωή
Ζητώ ένα πρόσωπο με μια κορδέλα στα μαλλιά
Με ένα άγαλμα, μια προτομή στο χέρι.


ΣΚΙΕΣ

Ζήσαμε ο ένας πλάι στον άλλο δίχως ψωμί
Τα παγερά τα σκοτεινά τα κελιά

Περάσαμε στα καινούρια μας τα όνειρα τις χειροπέδες
Πάψαμε να λέμε τα παλιά
Περάσαμε τις συμπλιγάδες των άλλων

Περάσαμε από τον ψυχρό πόλεμο στην ψυχρή ειρήνη


ΑΦΗΡΗΜΕΝΑ

Κλείνοντας την κουρτίνα
Πρόσεξε τη γραμμή που ξεφεύγει
Βλέποντας το τρίτο μέρος του πίνακα
Μ' ένα χαλαρό τόνο
Την ώρα που χάνεται η ισορροπία

Έπειτα δώσε φως.

Το τρίτο μέρος της γραμμής
Νυχτερινή επινόηση
Και στο καλό και στο κακό πάντα εγώ
Ελεύθερος και μόνος.




 
 



ΠΛΑΚΑΤ




Άκου τη μέρα πως αλλάζει πρόσωπο
Άκου τη σιωπή πως κυματίζει
Σήμερα Αύριο Αιώνια μες στην καρδιά της νύχτας



*

Δεν φαίνεται κανένας πια

κι εμείς που νιώσαμε πρόωρα -ακόμα έφηβοι- τον ήλιο στην καρδιά
με τη λαχτάρα του πρώτου έρωτα στη σκέψη
μείναμε εκεί κοιτώντας τα νερά -αλλόκοτα κοιτώντας σαν παιδιά-
ή
κολυμπώντας στα βαθιά ανάμεσα από πεθαμένα περιστέρια
τόσο νέοι
τόσο ωραίοι
αγάλματα σχεδόν



*

Είμασταν ωραίοι κάποτε με τα μικρά νομίσματα στο χέρι
και τα μεγάλα όνειρα στην καρδιά
Τότε
που τραγουδούσαμε Άξιον Εστί - Επιφάνεια και Ρωμιοσύνη
Τότε
που γυαλιστεροί σαν χρυσός ξεχασμένου ορυχείου
με αμούσκευτες ψυχές 'πο δάκρυα
χτίζαμε καινούριες πολιτείες στην πρώτη μας κιόλας μοναξιά.

Τότε
που ρίχναμε ακόμα μπριγιαντίνη στα κοντά μας τα μαλλιά
και φιλούσαμε την πρώτη μας αγάπη


Είμασταν ωραίοι κάποτε με τα μικρά νομίσματα στο χέρι
και τα μεγάλα όνειρα στην καρδιά.


*

Ωρες ώρες τα ζεστά απογεύματα, κάτω από κάτι
σκοτεινά αποτυπώματα, πάνω σ' ένα τσαλακωμένο όλο λάθη παρελθόν -
μικροσκοπικοί σαν έμβρυα- χαράζονται οι φίλοι μας
κι εμείς
με στρατιωτικά αμπέχωνα στις πλάτες, κάτω απ' το μάτι της ΕΣΑ,
τις λίγες ώρες του κρασιού και της αγάπης
αμπαρωμένοι απανωτά
ολοκληρώνουμε τις απαντήσεις σ' αναπάντητες ακόμα ερωτήσεις
μαζεύοντας σκόρπιες κουβέντες 'δω κι εκεί
ανάμεσα από σελίδες απαγορευμένων βιβλίων κι άλλες πάλι-
με τη σιωπή των βράχων στην καρδιά ανάμεσα
από τη θέληση της μοναξιάς
μα πιο πολύ της αρετής που τη λεν' ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ φθάσαμε ως την πηγή
ως την κορφή,
για ν' αγναντέψουμε από εκεί καλύτερα τον κόσμο
συχνά χτυπώντας τη γροθιά.


*

Τώρα ψάχνω τα φώτα της νεκρής πολιτείας. Βολεμένη
με σχολαστικότητα πάνω σε παλιές μνήμες
δεμένη με ατσάλινα συρματοπλέγματα
πίσω από τα χλωμά πρόσωπα των κοριτσιών
που ξυπνούν χαράματα
απ' το σπαρακτικό σπάσιμο της σιωπής πάνω στην ταράτσα.

 

*




 

Κάποιος λείπει.
Είναι ο φίλος που κοντοστάθηκε να ξαποστάσει
ή
αυτός που βάλθηκε να δει τον ήλιο στον μεγάλο καθρέφτη;


Νυχτώνει.
Φέγγουν τα παράθυρα της γειτονιάς.
Ένα κορίτσι ιδρώνει με την ανάσα του το τζάμι. Είναι ωραίο
σαν τη δόξα ή τον θάνατο 

σαν ένα άγαλμα κρυμμένο στη ν καρδιά της γης
εκεί 

που δεν φτάνουν οι χωροφυλάκοι να απλώσουν συρματόπλεγμα.


 


*




ΠΕΤΡΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ
 


Ο χρόνος είναι μια θλίψη
Ένα άδειο πέρασμα ευτυχίας -μια παρήγορη αργοπορία-
Ένα ξεχασμένο χαμόγελο
Κάτι σαν χαμηλό φτερούγισμα χελιδονιού σε κάποιον περίπατο
Τις ώρες που συναντιέσαι με τα μικρά σφυρίγματα της νύχτας
Στις σκοτεινές γειτονιές, εκεί
Που τα σπίτια χωρούν τα τραβηγμένα πρόσωπα.


*

Φορές-
Την ώρα που δένουμε σαν άλλοι αναχωρητές
Με μια εγκάρδια απελπισία τα ψυχικά κατάγματα
Κάτι παλιά φαντάσματα
Πολιορκούν τα ψυχεδελικά μας όνειρα. Τα βράδια
που λέμε ν' ασπρίσουμε το μαύρο γιακά της νύχτας προτού πέσει 

ο ήλιος στην πρόσοψη των δισταγμών 
και χάσουμε την ευακιρία της ζωής μεσ' απ' τα χέρια 
μια κρυφή ελπίδα ξημερώνεται στους τηλεφωνικούς θαλάμους.


Χαράζει φανταστικά νούμερα επικοινωνίας
Βραχυκυκλώνει τις γραμμές
Μπροστά στα μάτια της Αστυνομίας που κάνει πάνοπλη σπονδές στην εξουσία
Κόβει απελπισμένα τα καλώδια.




*

Τώρα μετράς τα δομολόγια των άστρων
Διατηρώντας φθαρμένες υποψίες
Μάταιες εικόνες
Ντυμένος τη μορφή του ύπνου
Με μια αφίσα κολλημένη στους τοίχους του ουρανού
Τρυπάς με τα μάτια το σκοτάδι. Τώρα

Ξαπλωμένος σ' ένα μάτσο προκυρήξεις
Με μια μπουκιά υδροκυάνιο στο στόμα μαδάς την τραγική υπερβολή.

Όμως εγώ θυμάμαι τα μισόφωνα τραγούδια που έλεγες με την κιθάρα
Του JHON LENNON στ' άνυχα δάχτυλα τα βράδια στα προπύλαια
Κάτω από τα έκπληχτα μάτια της Σαλώμης
Που χόρευε ακέφαλη στους σπασμένους καθρέφτες.


*

Μας χρειάζεται μια απέραντη σκηνή για ν' απλώσουμε την τραγωδία
της μοναξιάς
Μας χρειάζεται ένα πρόσωπο επί σκηνής για να δείξουμε:
Την αρυθμία των μηχανών
Την ανεπάρκεια του έρωτα



*



Σ' έναν θάλαμο χωρίς βαρύτητα μπροστά σε πολύχρωμους διακόπτες
φορτωμένους θάνατο τα robot απολιθώνουν τα όνειρα. Με
αδίσταχτες χειρονομίες γεμάτες υστερία αποθηκεύουν
σε βαθιές κατακόμβες όλο απόγνωση
την κρύα αντίχηση του τρόμου. Αυτό που θα προκύψει

απ' αυτόν τον τρόμο
δε θα 'ναι το ξημέρωμα μιας καλύτερης μέρας ξέρεις, ούτε
το δάκρυ του παιδιού που κλαίει την πείνα του. Θα 'ναι
ο σκοτεινός αέρας που θα πήζει το αίμα των αφανισμένων. Θα 'ναι
η ακτινοβολία της σάπιας πολυτέλειας, τα άλαλα πουλιά
που θα ταξιδεύουν τον καρκίνο, ένα μομμάτι ιστορίας γεμάτο πληγές,
τα ιδανικά μας τέλος
κρεμασμένα στην αγχόνη της ειρήνης. Γι' αυτό σου λέω:

αν μπορούσες ν' αποτρέψεις τον καιρό ή τ να κάψεις ένα δάσος μοναξιά.
Αν μπορούσες λέω, αν...!


*

Αυτός ο επίδοξος αντριάντας με τα κλεμμένα όνειρα
κρύβει έναν απρόβλεπτο τρόμο μέσα του. Μια επικίνδυνη αλαζονεία
διογκώνει το κωμικό του πρόσωπο, ένα χαμόγελο ραγίζει
τους καθρέφτες, κι όχι πως είναι μια κραυγή δεμένη με επιδέσμους 

αυτό γιατί το βράδυ που ήχησαν οι σάλπιγγες της Ιεριχώς
έκρυψε τις ρακάντυτες αλήθειες

μοίρασε άρον άρον παράσημα στους οπαδούς
-κάτι βαλιστικά ομοιώματα είπαν αυτόπτες δημοσιογράφοι-
κι ενώ ένα λουλούδι αμφίβολης ευτυχίας άνοιγε 

φύλλο φύλλο τον ορίζοντα 
την ώρα που μιλούσε για μια ειρηνική γιορτή
απαλλαγμένη από ιδεολογικές πλάνες -μεγάλου βεληνεγκούς, 

όπως είπε χαρακτηριστηκά- μια
αχτίδα φως φανέρωνε το άλλο του πρόσωπο
ένα πρόσωπο κομμάτια από παντού.