10/6/10

ΔΙΑΣΠΑΣΗ Νο 2



                                   
 


ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΕΣ



Και το όνομα αυτής αποχώρηση, οιονεί διάσπαση. Προς τί όμως οι οιμωγές, η έκπληξη και οι φωνασκίες, δεδομένου ότι το τετελεσμένο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το ιστορικό ενός προαναγγελθέντος διαζυγίου, που αργά ή γρήγορα θα συντελούνταν; Το πρόβλημα εξάλλου δεν είναι η προδιαγεγραμμένη έκβαση μιας πράξης, αλλά το αίτιον της πράξης. Και το αίτιον επί του προκειμένου δεν είναι άλλο από την αδυναμία του χώρου να προσδιορίσει το ιδεολογικό του πλαίσιο, το ιδεολογικό του στίγμα μέσα στο οποίο θα κινηθεί, θα υπάρξει, θα πολιτευθεί. Αν θα είναι κόμμα, χώρος, δηλαδή, ανατροπής ή διαχείρισης (αχ αυτός ο Μπερνστάιν!) Γι’ αυτό και οι παλινωδίες του από την γένεσή του ως πολιτικού φορέα. Γι’ αυτό και η αδυναμία πρόταξης σαφών πολιτικών, γι’ αυτό και η αποχώρηση μιας ομάδας σήμερα και, πλείστων όσων, αύριο.

Το πρόβλημα της ανανεωτικής (;) Αριστεράς δεν είναι σημερινό. Είναι διαχρονικό. Άγει την καταγωγή του από την διάσπαση του ενιαίου  ΚΚΕ το 1968. Και, εάν τότε η υπέρβαση, η σαφής ιδεολογική οριοθέτηση για ιστορικούς λόγους (λόγους παρανομίας και χωρών) δεν έγινε, δεν ήταν δυνατή, το 1974, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος και την νομιμοποίηση της Αριστεράς (κατάργηση του “509”) ήταν καί δυνατή καί επιβεβλημένη. Το ζητούμενο είναι γιατί δεν έγινε;

Δεν χρειάζεται να είναι Κασσάνδρα κανείς για να το αντιληφθεί. Αρκεί να έχει ελάχιστη ιστορική γνώση, λογική, διάθεση και μνήμη. Ως εκ τούτο, προς τί η έκπληξη και η απορία; Προς τί οι οιμωγές και οι δραματικές εκκλήσεις από βήματος; Προς τί η θλίψη και οι οδυρμοί; Δεν χρειάζεται βαθιά γνώση της διαλεκτικής η υποκρισία. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, τον οποίο  οι πάντες απέρριπταν δημόσια μετά βδελυγμίας, και όλοι τον υιοθετούσαν εσωτερικά μετά μανίας, υπήρξε, και παραμένει η αιτία -μία από τις αιτίες της διάσπασης.

Πότε υπήρξε διαλεκτική, πλουραλιστική, αλήθεια, η Αριστερά; Πότε υπήρξε πρώτιστο υπαρξιακό πρόβλημα ο πολιτισμός, η επιστημονική ανάλυση; Πότε κινήθηκε βάσει επεξεργασμένων θέσεων; Ο αυτοσχεδιασμός και ο άκρατος υποκειμενισμός της εκάστοτε ηγεσίας ήταν πάντα το πρωτεύον. Ο χώρος της Αριστεράς, από συστάσεως, πίστευε στην μεταφυσική και στην θεολογία. Από ιδρύσεως  υπήρξε χώρος προσωπικής διάσωσης (επιβεβαίωσης) ατόμων. Από γενέσεως,  κάθε άλλη άποψη, πλην της κυρίαρχης,  ήταν απορριπτέα. Γι’ αυτό κι οι αποσχίσεις, οι εξοστρακισμοί, γι' αυτό και η απουσία άλλωστε της διανόησης και πλείστων όσων εκτεθειμένων και, ελαφρά τη καρδιά, εγκαταλελειμμένων, στη δίνη του κυκλώνα.

Όσο η διανόηση και ο πλουραλισμός θα βρίσκονται εκτός χώρου, διαμόρφωσης πολιτικών όμως, τόσο θα αποτυγχάνει, τόσο θα διέρχεται, θα αντιμετωπίζει αποχωρήσεις, διασπάσεις, αμφιταλαντεύσεις. Τόσο το θέατρο του παραλόγου θα την συνέχει, τόσο οι ολολυγές της δεν θα πείθουν, τόσο οι πολιτικές της θα την εκθέτουν. Η ανανεωτική αριστερά και κάθε αριστερά, απούσης της διανόησης το μόνο που είναι σε θέση να πράττει, είναι να ερμηνεύει απλώς τα τρέχοντα πολιτικά προβλήματα, χωρίς να μπορεί να τα μετατρέψει,  πολλώ δε μάλλον, να τα ανατρέψει. Και τούτο γιατί, γνωστό τοις πάσι, χωρίς θεωρητική ανάλυση, δεν υπάρχει πολιτική πράξη, οπότε κάθε πολιτική αναιρείται εκ των προτέρων. Γι’ αυτό και η σημερινή σύγχυση και οι ακτιβιστικές κινήσεις. Γι’ αυτό και η περιχαράκωση και ο ναρκισσισμός της.

Το πρόβλημα της σημερινής Αριστεράς είναι ότι δεν έχει συνείδηση, δυστυχώς, της πραγματικότητας και της αποστολής της. Πώς να έχει όμως, όταν εμφορείται από άκρατο υποκειμενισμό; Όταν πιστεύει νομοτελειακά απλώς και μόνο στην ανατροπή. Όταν αγνοεί, θέλει να αγνοεί, ότι η ανατροπή δεν είναι αυτόματη, τελολογική πράξη, αλλά συνδυασμός θεωρητικής ανάλυσης, πολιτικής έκφρασης και κοινωνικής ρήξης;

Η μεταρρυθμιστική αντίληψη των μεν και η έλλειψη ιδεολογικής οριοθέτησης των δε, σε συνδυασμό με την ισόβια κοινοβουλευτική ιδιότητα και την καταχρηστική παρουσία ορισμένων στελεχών στα ΜΜΕ που πίστεψαν και πιστεύουν ότι ο χώρος είναι προσωπική τους, φευ, υπόθεση, αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες της σημερινής κρίσης. Η παντελής δε απουσία πρωτοπορίας, είναι αυτή που οδήγησε και θα οδηγεί εσαεί τον χώρο σε πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Απόδειξη αυτού η υιοθέτηση οικονομικών συντεχνιακών διεκδικήσεων, και τα ακτιβιστικά πηδήματα, κατά Ρ. Λούξεμπουρκ (όρα Δεκέμβρης), και οι Λενινιστικές λογικές περί επαγγελματιών και κομματικών ηγεμόνων.

Διαφεύγει μάλλον της Αριστεράς, και δη της ανανεωτικής, ότι οι ηγεσίες πρέπει να κερδίζουν και όχι να επιβάλλουν, ελεώ οργάνωσης, κόμματος, ελέγχου, την ηγετική τους παρουσία, τον ηγετικό τους ρόλο. Αγνοεί ή θέλει να αγνοεί η εκάστοτε ηγεσία, ότι η αναγνώρισή της δεν πρέπει και δεν μπορεί να στηρίζεται σε κλαμπ ημετέρων, σε στενές σχέσεις, σχέσεις εξάρτησης (πιθανόν) και επιβεβαίωσης κάποιων ατόμων, που, στην άκρατή τους επιθυμία (αδυναμία) να υπάρξουν, να κυριαρχήσουν,  να επιβληθούν, εξαρτούν, στηρίζουν την πολιτική τους ύπαρξη, στην περιχαράκωση του χώρου, στην κατά γράμμα εφαρμογή παρηκμασμένων αντιλήψεων μιας ομάδας, μιας ηγεσίας, στην άρνηση της σύνθεσης και του πλουραλισμού.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ο γιαλός είναι στραβός ή Αριστερά, ανανεωτική και μη, στραβά αρμενίζει; Μήπως μας λείπουν οι στρατηγοί που χαίρουν ηθικής, πολιτικής και διανοητικής αναγνώρισης, όπως έλεγε, πάλαι ποτέ, και ο Γκράμσι;

Οψόμεθα!