Το Τραγικόν Παίγνιον
H
|
διατύπωση του
τραγικού λόγου και η σχηματοποίησή του σε σκηνική πράξη, ως αφετηρία και
θεατρικό δρώμενο, δεν έχουν μόνο την ανάγκη μιας μονοσήμαντης αποδοχής ή
απόρριψης από τους αποδέκτες. Υποθέτω πως μια τέτοια διαδικασία θα σκόπευε σε
έναν απλουστευτικό συσχετισμό και στην αποθέωση του πουπουλίστικου μοντέλου
περί του άσπρου – μαύρου. Θα εξίσωνε π.χ. τον Άμλετ ή τον Ορέστη με
ατιμασμένους γιούς που τιμωρούν τους αμαρτήσαντες γεννήτορές τους...
Ο τραγικός λόγος καθώς
επαναδιατυπώνεται μεσ’ απ’ την σκηνική τελετουργία έχει την πιθανότητα να υ π α ρ ξ ε ι, αν το συστατικό του στοιχείο ως διαδικασία
και σημαίνον, στηρίζεται στη δύναμη και στη δυναμική της διαλεκτικής. Αν δηλαδή
εκθέτει τους σχεδιαστές και τους μηχανισμούς που συνθέτουν και συντηρούν το μύθο
της ανθρώπινης περιπέτειας. Αν, χωρίς να αγνοεί τη μοναδικότητα του
υποκειμενικού ε ί ν α ι, κατορθώνει ν’ αποκαλύπτει ή έστω να σχολιάζει
δραστικά, τον περιβάλλοντα ιστορικό και κοινωνικό χώρο, που εντός του υπάρχει
και δρα ο σύγχρονος άνθρωπος.
Αν κατορθώνει να
επανακαταθέτει πως η αυθεντική ουσία του ανθρώπου όλων των χρόνων και όλων των
εποχών ανακεφαλαιώνεται στην αυτογνωσία του, πως τίποτα δεν είναι πιο βέβαιο
από την μοναδικότητά του και την μοναχικότητά του. Πως τίποτα δεν είναι
περισσότερο αναγκαίο από τη γνώση, πως οι «βεβαιότητές» μας είναι το άλλοθι για
την υπαρξιακή ισορροπία. Και πως στο
όνομα αυτής της συντηρούμενης ισορροπίας υποβαθμίζεται η ανάγκη να
ανακαλύπτονται οι μυστικές δομές της Εξουσίας, που καθορίζουν την ανθρώπινη
μοίρα και το ατομικό μας πεπρωμένο.
Ο συγγραφέας Δημήτρης
Μάνος στο θεατρικό του έργο, «Ο Κος... ΤΑΔΕ», προτείνει αν όχι την κάθαρση από
την ενεδρεύουσα Απειλή, τουλάχιστον την αναγνώρισή της. Τον προσδιορισμό αυτού
του αόρατου πολύμορφου κινδύνου που περιτρέχει και εγκλωβίζει την προσωπική μας
ελευθερία, που αμφισβητεί τις επιλογές μας και χρησιμοποιεί τις «βεβαιότητές»
μας. Με λόγο ελικοειδή αλλά ευθύβολο και λέξεις αιχμηρές, οικοδομεί ένα τοπίο
τρόμου, ελπίδας και αναίρεσης. Μια εναλλασσόμενη φιλμογραφία με εικόνες κατάστικτες
από γκρίζο και μαύρο χρώμα.
Η θεατρική του διήγηση
δεν έχει στοιχεία αυτοσκοπικά. Ο Δημήτρης Μάνος μεταποιώντας την προσωπική του
γνώση, για το έκπτωτο κοινωνικό περιβάλλον, επιχειρεί μια κατάδυση στις αιτίες
που το ορίζουν και στις συνθήκες που το συντηρούν. Η οικονομία του λόγου των
δραματικών του επιπέδων συχνά ισούται με την πραγματικότητα των αντικειμενικών
δρωμένων στη διαχρονική εξέλιξη του κοινωνικού παιγνίου που καθορίζει τους
κανόνες του καθημερινού μας βίου.
Οι ήρωές του προσδιοριζόμενοι
ήδη με τα μικρά τους ονόματα, συνώνυμα μυριάδων άλλων, αποκτούν μία καθολική
ουσία, καθώς μεσ’ απ’ τους λόγους και
τους διαλόγους του αναπέμπουν σε πιθανούς θύτες και θύματα, ένοχους ή αθώους,
που αρνούνται ή αδυνατούν ν’ αποδείξουν την αναλογία ευθύνης ή την αθωότητά
τους. Και οι τρεις είναι εγκλωβισμένοι στους ατέρμονους διαδρόμους μιας
απειλητικής πόλης, έχοντας απολέσει οριστικά τη θέα μιας σωτηρίας εξόδου.
Και ενώ το Καφκικό
τοπίο τρόμου και της εξουθένωσης αρνείται τον εντοπισμό στα γενεσιουργικά αίτια, οι διάλογοι των
θεατρικών προσώπων του Δημήτρη Μάνου δεν παραλείπουν αναφορές που ανακαλούν
στον σύγχρονο χρόνο και στις απεχθείς συνιστώσες που το συνθέτουν.
Οι ήρωες σ’ αυτό το
έργο οπλισμένοι με τα τρομερά όπλα των λέξεων και των σιωπών, κατάφορτοι από τα
βδελυρά οράματα της μνήμης και του παρελθόντος τους, περιδεείς και ανοίκειοι,
αναδεικνύονται σε πραγματικά είδωλα τραγικών προσώπων καθώς ακινητοποιούνται ή
παρελαύνουν στη μέση της ορχήστρας του θεάτρου που ξαναθυμίζει τις ιαχές της
ανθρώπινης κωμωδίας.
Θέατρο λοιπόν της
σκληρότητας; Θα απαντούσαμε θέατρο της γνώσης, όπου το οριακό της στοιχείο δεν
εκπέμπεται από καμία απόπειρα κοινωνιολογικής ανάλυσης ούτε βέβαια από
συνταγολόγια ηθικών παραινέσεων. Η αναζήτηση
αυτού του στοιχείου, του οριακού της γνώσης, βρίσκεται στην αυξανόμενη
ανέλιξη του λόγου και στην αδυσώπητη εξέλιξη των πράξεων έως την έσχατη
αλήθεια.
Αν το θέατρο δεν είναι
τόπος απόδρασης ή χλοερός τόπος ψυχαγωγίας, αλλά μια χρήσιμη, ίσως και επώδυνη
συνάντηση με τη συνείδησή μας, την ατομική και τη συνολική, τότε στ’ αλήθεια το
έργο του Δημήτρη Μάνου, με τις δραματικές του υπομνήσεις εξελίσσεται και
λειτουργεί μέσα στους ακατάλυτους όρους του Αριστοτελικού «Καλού κ’ αγαθού».
ΝΑΣΟΣ
ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
κριτικός θεάτρου
κριτικός θεάτρου