Ο Γιάννης Ξανθούλης, συνεπής προς το αναγνωστικό
του κοινό, καταθέτει ένα ακόμη μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών», η δράση του οποίου εκτυλίσσεται σε μία άχρωμη
κωμόπολη μεταξύ Σερρών, Δράμας και Καβάλας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για μια φιλμογραφία παρελθούσης εποχής, δυσειδή στίγματα της οποίας διακρίνει εύκολα κανείς και στην σημερινή εποχή η οποία απηχεί τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Είναι ένα μυθιστόρημα στιβαρό, που η ευρηματικότητα του μύθου το αναγάγει σε κλασικό θρίλερ, γνώριμο στοιχείο του συγγραφέα και από παλαιότερα έργα, μόνο που στο συγκεκριμένο έργο η ανατροπή των σταθερών αγγίζει τα όρια του κλασικού.
μύθος
Ο μύθος του έργου εκτυλίσσεται
γύρω από το προσωπικό δράμα μίας εκ των αδελφών της οικογένειας Καρούβαλη, της Αναστασίας-Σάσας
συγκεκριμένα. Έναν μητροπολίτη, κοινωνικό λειτουργό, που, επικουρούμενος από
έναν παθολόγο ιατρό ο οποίος άγεται και φέρεται από τις πολιτικές του εμμονές
και φιλοδοξίες, επιφέρει, σαν Από Μηχανής Θεός, τις ισορροπίες στα ανακύπτοντα,
προσωπικά, οικογενειακά προβλήματά της, και τα λοιπά μέλη του στενού οικογενειακού της
περιβάλλοντος, τα οποία συμμετέχουν, εκόντες άκοντες, στην
απάλυνση, αν όχι στην επίλυση του προσωπικού, οικογενειακού τους δράματος, γενεσιουργός
αιτία του οποίου υπήρξε, η ερωτική σχέση της Αναστασίας–Σάσας Καρδούβελη με τον
Γρηγόρη Σιμεών, έφεδρο αξιωματικό, απότοκος της οποίας υπήρξε μια ανεπιθύμητη κύηση
η οποία στιγματίζει την μετέπειτα ζωή της.
Εμβληματική παρουσία στην εξέλιξη
του μύθου είναι και ο, ευφυής, παρά την ηλικία του, μικρός Σίμος, επίσης· εξώγαμο τέκνο, μίας εκ των αδελφών (ποιας αλήθεια;), ο οποίος
λειτουργεί ως καταλύτης, ως κύριος άξονας του έργου, γύρω από τον οποίο
μετεωρίζονται οι πάντες. Αλλά και ο, ελέω Μητροπολίτη, πατέρας του (;),
Γρηγόρης Σιμεών, ο οποίος είναι μονίμως, δια της απουσίας του, παρών, ως
αποδιοπομπαίος τράγος δια τους μεν (μητέρα, αδερφές) βέβαια, και ως μακρινή διέξοδος σωτήριας
για τον ίδιο, πέρα από την, καθόλα, φαντασιακή ανθρώπινη υπόσταση, και τις καθ’
υπόδειξίν του, καίριες, λυτρωτικές για την Σάσα (οιονεί, μητέρα του), ενοράσεις.
Αν μητέρα (;), Σίμος, είναι τα πάσχοντα, ενεργά, σε πρώτο πλάνο,
πρόσωπα του έργου, εκείνη που αναγορεύεται, κυριολεκτικά, σε τραγική μάσκα, λόγω
βραδυγλωσσίας και λοιπών εγγενών προβλημάτων σε δεύτερο, και πιο δραματικό
πλάνο, είναι η Βαβούλα όμως, η οποία έχοντας υποστεί την κτηνώδη συμπεριφορά
τριών ανθρωπόμορφων τεράτων, πορεύεται αγόγγυστα (;) τον «Γολγοθά της».
Γραφή
Η αίσθηση, που προκαλεί η γραφή
του Γ. Ξ, δεν είναι ανεξάρτητη από την πλοκή. Έχει άμεση σχέση με το
περιεχόμενο, καθώς υπηρετεί και επαυξάνει την ουσία του μύθου. Απόδειξη αυτού η
ρέουσα αφήγησή του. Μια αφήγηση συνεκτική, απόλυτα ελεγχόμενη και ουσιαστική,
ίδιον της παιδείας και της συγγραφικής του δεξιότητας· τόσα χρόνια μυθοπλάστης!
Διασταλτική προσέγγιση
Ο Γ.Ξ, με βαθιά γνώση του
παρελθόντος, αναδεικνύει, με πειστική αφηγηματική διατύπωση την διαβρωτική
υποκρισία της Ελληνικής, μεταπολεμικής, ενδοχώρας, που, στο όνομα, των, κατά συνθήκην, και των πάσης φύσεως
ηθικών, θεσμικών σταθερών, έχει ρίξει στην πυρά πλείστες όσες συνειδήσεις,
μοναδικό έγκλημα των οποίων υπήρξε η γνώση της ζωής, οι ανθρώπινες σχέσεις.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της ανθρωποφαγίας, η Σάσα Καρούβαλη, που
καρφωμένη στον συμπαγή βράχο του συντηρητικού, παραδοσιακού, κατεστημένου,
δέχεται τα ραμφίσματα μιας δογματικής ηθικής, η οποία έχοντας αναγάγει, τον
γάμο σε οντολογική ολοκλήρωση του ατόμου,
γεμίζει τη ζωής της με αέναη
θλίψη, με διαρκή πόνο, αέναη μελαγχολία. Με λόγο ευθυτενή, λιτό, απαλλαγμένο
από λεκτικά σχήματα και εντυπωσιακές εκφράσεις, ξύνει την λεία επιφάνεια της ελληνικής ενδοχώρας
για να αναδείξει την αβάσταχτα παραμορφωτική όψη μιας πραγματικότητας στην
οποία η ετερότητα αντιμετωπίζεται με όρους ανθρωποφαγίας.
Με άξονα την αιτιότητα και την
επίδρασή της στις ζωές των ανθρώπων που ασφυκτιούν στις, περιορισμένης
εμβέλειας, κοινωνικές σταθερές της ελληνικής περιφέρειας, οικοδομεί μια
θεματογραφία η οποία φανερώνει την κοινωνική του προβληματική. Μια προβληματική,
που αν δεν είναι, με τους τρέχοντας όρους πάντα, ανατρεπτική, είναι απόλυτα
κριτική απέναντι σε πρόσωπα, ήθη, συμπεριφορές, που διαμόρφωσαν, διατήρησαν,
ανέχτηκαν φαινόμενα όπως αυτά που υπέστη, ανέχτηκε και υπέμεινε, άλλοτε ως
«Πηνελόπη», και άλλοτε ως «Μάννα Κουράγιο», η Αναστασία –Σάσα Καρούβαλη.
Διαπιστώσεις
Το έργο είναι ένα έργο αυτογνωσίας, καθώς φέρνει στη μνήμη του αναγνώστη, ιδιαίτερα όσων άγουν την καταγωγή τους από την περιφέρεια, ευανάγνωστα και τόσο επώδυνα βιώματα, δεδομένου ότι πίσω από τις σελίδες του αντηχεί η τελμάτωση της ζωής, η κοινωνική κρίση της εποχής· ένας κόσμος, που κινείται με διαβρωτική αδιαφορία απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα. Ένας κόσμος, που, ενώ θα έπρεπε να δονείται συθέμελα, αφήνει τα υποκείμενα στη δίνη της κοινωνικής αναλγησίας, στην παραίτηση, στο προδιαγεγραμμένο τους τέλος.
Το έργο είναι ένα έργο αυτογνωσίας, καθώς φέρνει στη μνήμη του αναγνώστη, ιδιαίτερα όσων άγουν την καταγωγή τους από την περιφέρεια, ευανάγνωστα και τόσο επώδυνα βιώματα, δεδομένου ότι πίσω από τις σελίδες του αντηχεί η τελμάτωση της ζωής, η κοινωνική κρίση της εποχής· ένας κόσμος, που κινείται με διαβρωτική αδιαφορία απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα. Ένας κόσμος, που, ενώ θα έπρεπε να δονείται συθέμελα, αφήνει τα υποκείμενα στη δίνη της κοινωνικής αναλγησίας, στην παραίτηση, στο προδιαγεγραμμένο τους τέλος.
Είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί
καταλήγοντας κανείς, ότι πρόκειται για ένα έργο εύχαρο, παρόλη την δραματικότητά του. Ένα
έργο σθεναρά δομημένο στον λόγο, που άλλοτε θέλγεται, αφήνεται, στην περιγραφή
και άλλοτε ολισθαίνει στην λυρικότητα. Εκείνο που χαρίζει μια ιδιαίτερα ηδονή
στο έργο πάντως, είναι η νοσταλγική υφή του χρόνου που αναδύεται μέσα από τις
ρέουσες αφηγήσεις για πράγματα, αισθήματα· μελαγχολικά περιστατικά που
διανθίζουν την αφήγηση. Δείγμα γραφής, η σύντομη και τόσο περιεκτική –βρίθουσα
ελεγείας, λυρισμού και συναισθηματισμού–, σκληρή (τραγική) περιπέτεια της
Βαβούλας.
Σημαντική είναι επίσης η αίσθηση
την οποία αποκομίζει ως προς την πληρότητα του έργου τελειώνοντας την ανάγνωση
ο αναγνώστης, καθώς δεν διακατέχετε από την αίσθηση του ελλειπτικού· απεναντίας, έχει
την αίσθηση μιας μεστής αφήγησης, δεδομένου ότι οι χαρακτήρες είναι
ολοκληρωμένοι, και, ως εκ τούτου, πλήρως αναγνωρίσιμοι· πως θα μπορούσε, το
είδος βρίθει και επί των ημερών μας!
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε
πάντως, ότι με το ευρηματικό αυτό μυθιστόρημα, παραδίδει μαθήματα πλοκής και μύθου ο Γ. Ξ.