3/12/19

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ







                                                                           
                       Ευτυχώς που δεν κερδίσαμε σύντροφοι!                                                                                                                                                                                                       Χρόνης Μίσσιος                                                                                                                                     





Είναι κοινός τόπος ότι, από την μεταπολίτευση και εντεύθεν, ο εκδοτικός χώρος κατακλύστηκε από προσωπικές καταθέσεις, μαρτυρίες, ανθρώπων, που σκοπό είχαν την προσωπική τους διάσωση. Να αποσείσουν, ει δυνατόν, τις ευθύνες από πάνω τους εις τρόπον ώστε να παραδώσουν εαυτούς ακέραιους, αμόλυντους από πολιτικά, ηθικά, επιχειρησιακά λάθη, σφάλματα στην ιστορία, με αμφίβολα, δυστυχώς, γι’ αυτούς αποτελέσματα. Απόδειξη αυτού, η παντελής λήθη προσώπων και έργων, εκτός ελαχίστων οι οποίοι έθεσαν, με περισσή ειλικρίνεια και περισυλλογή, την πέννα τους επί τον Τύπον των Ήλων, φέρνοντας στην επιφάνεια ιστορικές καταθέσεις που παρέμεναν ερμητικά κλεισμένες στις ένοχες συνειδήσεις των συντελεστών μιας κορυφαίας ιστορικής στιγμής· του εμφυλίου πολέμου ιδιαίτερα.

Μία τέτοια, ειλικρινής, κατάθεση είναι και το έργο «Γραικοί στην ΤΑΣΚΈΝΔΗ» της Άννας Παπαδημητρίου το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Τα γεγονός ότι η κατάθεση, μαρτυρία, δεν προέρχεται από ηγετικό μέλος της στρατιωτικής – πολιτικής ηγεσίας του χώρου, αντικειμενικός σκοπός του οποίου θα ήταν να κερδίσει ο (η) συγγραφέας την υστεροφημία του, προσδίδει μεγαλύτερη πειθώ, αξία και αντικειμενικότητα στο έργο. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να επισημάνουμε  την βούληση της συγγραφέως να αρθεί στο ύψος της ιστορικής αναγκαιότητος, με ότι συνεπάγεται αυτό από την, κατ’ επίφαση ή μη, πάλαι ποτέ, αλλά και νυν, νομενκλατούρα της γηγενούς αριστεράς, δεδομένου ότι προσπαθεί να αποκαλύψει το αίτιον μιας τραγωδίας μέσα από την υπαρξιακή προσωπογραφία μιας ανεπαρκούς, αν όχι αλλοτριωμένης, ηγεσίας, οι αποφάσεις της οποίας καθόρισαν το μεταπολεμικό μέλλον του χώρου και της χώρας, που στην προσπάθειά της να επιβάλλει εαυτόν, να δικαιολογήσει την πολιτική της ανεπάρκεια, το βαθύ πολιτισμικό της έλλειμμα, τα λάθη και τις παραλείψεις, αναγόρευσε εαυτόν σε υπέρτατη αρχή· μήτρα του ολοκληρωτισμού, της καταπίεσης και της τυραννίας.

Το έργο κινείται γύρω από δύο βασικούς άξονες: Τον ιστορικό και της βιωματικής αυτοβιογραφίας, με  χώρο δράσης την Τασκένδη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατά πρώτο στάδιο, περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκαν υπό δυσμενέστατες βιοποριστικές συνθήκες μετά την κατάρρευση του Δημοκρατικού στρατού (1949), οι περισσότεροι αγωνιστές του εμφυλίου πολέμου, και την Ελλάδα κατά δεύτερο στάδιο, μετά την παλιννόστησή τους. Δι ο και, πέραν της ηθογραφικής, βιωματικής καθημερινότητος, φυσικώ τω λόγω να περιέχει πλείστες όσες ιστορικές αφηγήσεις, αναφορές, οδυνηρά σπαράγματα του εμφύλιου, όπως αυτά που, κατά συρροήν, δοθείσης ευκαιρίας, κατετίθεντο από τους συντελεστές του στα ευήκοα ώτα της Γιαννούλας, που, διά χειρός Άννας Παπαδημητρίου, δίδονται, μέσω της συγκεκριμένης έκδοσης σήμερα στην δημοσιότητα.

Παρότι, αρκούντως, απαιτητική, η εν λόγω σύνθεση, εντούτοις, εντυπωσιάζει η ευρηματικότητα της σύνθεσης,  καθώς εικόνες λυρισμού διανθίζουν την ιστορική δραματικότητα που είναι σφόδρα ζοφερή και λίαν   επικίνδυνη, ως προς την διαχείριση· προσώπων ιδιαίτερα· δεδομένου ότι επιχειρείται,  μέσω της ενδοανθρώπινης παρακμής,  η ιδεολογική παρακμή μιας ηγεσίας, που στην προσπάθειά της να ιδιοποιηθεί, όντας ελλιπής, όπως αναφέρθηκε, την εξουσία, ταύτισε την φιλοδοξία με την ματαιοδοξία και την διαλεκτική με την μισαλλοδοξία, προδίδοντας το όραμα μιας επανάστασης την οποία ούτε γνώριζε, ούτε ήταν σε θέση να υλοποιήσει, και στην προσπάθειά της να διασωθεί, δολοφόνησε ζωές, καταπάτησε αρχές, αξίες, συνειδήσεις.

Η διά ζώσης νατουραλιστική αφήγηση των μαχητών, οδηγεί στα όρια της ταύτισης τον αναγνώστη, καθώς ο χρόνος μηδενίζεται από το εύρος της δραματικότητος και την απτή παράθεση των τραγικών τους βιωμάτων, απώτερος σκοπός των οποίων είναι η κάθαρση από την ενεδρεύουσα απειλή· τα φαντάσματα του παρελθόντος!

Η ακριβής και τόσο ειλικρινής, παρά τη φόρτιση, λεπτομερειακή κατάθεση της «προδοσίας», απαρχή της οποίας υπήρξαν οι συμφωνίες, Λιβάνου και Καζέρτας· προοίμιο των Δεκεμβριανών, του εμφυλίου, της ήττας και της απορρέουσας εξ αυτής τραγωδίας (σελ. 58–95), είναι αρκούντως ικανή να λυγίσει και τον πλέον ψυχρό, ουδέτερο, αντίθετο ή μη αναγνώστη. Κι αυτό γιατί, μέσω της επαγωγής, του διαλόγου και της διαλεκτικής, οδηγεί την αφήγηση στα όρια της αποδοχής, χωρίς καμία δυνατότητα απόρριψης, δεδομένου ότι στερείται υπερβολής, φανατισμού και μισαλλοδοξίας.


Θα αδικούσε παράφορα, έργο και συγγραφέα, όμως κανείς, εάν παρέλειπε να αναφερθεί στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, όπου συντελέστηκαν σημεία και τέρατα από τους γραφειοκράτες του συστήματος, στο όνομα της προσωπικής τους διάσωσης  και πάλι· τους «ταγούς», ούτως ειπείν,  των σοσιαλιστικών (;) αξιών, που, ως διαπρύσιοι κήρυκες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  δεν έπαυαν να καταγγέλλουν, διαρρηγνύοντας  τα ιμάτιά τους,  τις ανακριτικές μεθόδους, τα απάνθρωπα βασανιστήρια στις ελληνικές φυλακές, στους σύγχρονους «Παρθενώνες» και στα απανταχού κολαστήρια, αλλά πριν αλέκτωρ φωνήσαι, τα υιοθετούσαν, προκρίνοντάς τα (τί φρίκη;), δυστυχώς, για τους διαφωνούντες· συντρόφους, έως χθες, συναγωνιστές τους. Εφαρμόζοντας τις ίδιες, δυστυχώς, αν όχι πιο απάνθρωπες, μεθόδους ανακρίσεων, βασανισμών και ψευδών καταθέσεων τις οποίες υπέγραφαν οι ανακρινόμενοι σε κατάσταση λιποθυμίας· μίλησε κανείς για δίκες της Μόσχας;

Οι ανακριτικές τακτικές που εφαρμόστηκαν πάνω σε πλείστους όσους εξ αυτών, λαλούντων και διαφωνούντων, κάνουν να φαίνονται παιδικό παιχνίδι τα μεσαιωνικά βασανιστήρια, τα δε πάθη πολλών (π.χ των Εβριτών), είναι απείρως πιο φρικιαστικά των Ιερών Παθών.

Και μέσα σε αυτό το ερεβώδες τοπίο φρίκης, αίματος, σφαγών και οιμωγών, να προβάλει η τρυφερή τραγικότητα της Βαγγελίτσας η οποία περιέφερε από φυλακή σε φυλακή και από κρατητήριο σε κρατητήριο το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι που το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού για καλύτερες μέρες η φτωχή, που ήταν η μέρα της εκτέλεσής της· αχ, μωρέ Βαγγελίτσα! Αλλά και το αγγελικό, μυθικό αίσθημα της Αργυρώς και του Θωμά από την Κορυσό Καστοριάς, και την τραγικότητα της Ανθούλας που κάνουν και την πέτρα ακόμη να ραγίσει.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς, ότι, υπό το βάρος ενός τόσο σκληρού βιωματικά, αναπόδραστου, δογματικού, πολιτικού φορτίου, θα υπέκυπταν, θα αλλοτριώνονταν, θα έχαναν την ταυτότητά τους, όχι μόνο δεν υπέκυψαν, δεν αλλοτριώθηκαν, δεν έχασαν την ταυτότητά τους· αλλά την ενίσχυσαν, έτι περαιτέρω, μένοντας πιστοί στη γλώσσα τους, στις παραδόσεις τους, στην ελληνικότητά τους, δημιουργώντας μία κοινωνία υψηλού ανθρωπισμού, πολιτιστικής αναφοράς και αλληλεγγύης. Μια κοινωνία απόλυτα ελληνική σε όλες τις εκφάνσεις (παιδεία, ήθη, έθιμα), πράξη που είχε ως αποτέλεσμα να εμπεδώσει υψηλότατη ελληνική συνείδηση στην δεύτερη γενιά· απτή απόδειξη η Γιαννούλα (η κάθε Γιαννούλα), οι οποία, παρότι μεγάλωσε σε ένα τόσο μακρινό, δυσμενές, πολυεθνικό, περιβάλλον, δεν αισθάνθηκε στιγμή να αλλοιώνεται η ελληνικότητά της. Με την υψηλή εποπτεία του περιβάλλοντος χώρου (γονείς, ελληνική κοινότητα –παιδεία, εκδηλώσεις), φυσικά, που απέρριπτε (ταν) μετά βδελυγμίας κάθε μορφή αλλοτρίωσης, μηδέ των αισθημάτων, των μικτών γάμων εξαιρουμένων. Πώς θα μπορούσε, αφού διακαής τους πόθος ήταν το νόστιμον ήμαρ, η ακριβή επιστροφή τους στην πατρίδα που φάνταζε με ορίζοντα, που, όσο τον πλησίαζαν, τόσο απομακρυνόταν. Βοηθούσης και της επίσημης ελληνικής πολιτείας και των οικογενειών τους, βέβαια, που, διά των εμμονών και των ιδεολογικών αγκυλώσεων η μεν, και δια των αποκληρώσεων και των απορρίψεων οι δε, κατόρθωναν να απομακρύνουν κάθε προσπάθεια επιστροφής.

Άθλος λοιπόν η επιβίωση  η επιστροφή τους!