21/1/12

"Ελπίδα Ποιότητας...!"

Δημήτρης Χριστοδούλου
«Τα όπλα του Οδυσσέα»



Πολλές φορές έχει προβληματίσει η θεατρική παρουσίαση των ερασιτεχνικών παραστάσεων (θιάσων), και πολλές φορές η μή άποψη υπήρξε, είναι, η καλύτερη άποψη. Όχι από αδυναμία κρίσης βέβαια, αλλά από αγάπη προς τα πρόσωπα, αναγνώριση των κόπων τους και δυνατότητα αναβάθμισης μέσα στον χρόνο και στο χώρο.

Πολλές φορές έχει σημειωθεί επίσης, ότι οι δύο βασικότερες αδυναμίες τους είναι, η στελέχωση, η μεγάλη  (θεμιτή) αυτοπεποίθησή τους  και η υπέρβαση των ορίων τους, αν και πολλές φόρες υπεισέρχεται και το, μεγάλων φιλοδοξιών, ρεπερτόριό τους.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να προκαλούν οι παραστάσεις και οι συντελεστές εύλογα ερωτηματικά με την συνέπεια της ποιότητας και την παιδευτική –θετική ή αποτρεπτική– σχέση τους με το κοινό, ιδιαίτερα το νεότερο.

Το δικαίωμα της ενασχόλησης και της θεατρικής άποψης είναι αναφαίρετο βέβαια.Ουδείς λόγος επ’ αυτού. Μόνο που για να εκπληρωθεί πρέπει τα άτομα και τα σχήματα να είναι «ασκημένα», ικανά να ανταπεξέλθουν στην αποστολή τους και όχι μόνο στις φιλοδοξίες τους.

Μια παράσταση η οποία θα μπορούσε να κινηθεί στην θετική κατεύθυνση, αν είχε ως αφετηρία μια άλλη ανάγνωση, άλλη λογική, άλλη προσέγγιση, είναι και η παράσταση που έδωσε συγκεκριμένο θεατρικό σχήμα, με το έργο του Δημήτρη Χριστοδούλου, «Τα όπλα του Αχιλλέα». Ένα έργο άρτιο που παρέχει όλα τα εχέγγυα μιας επιτυχίας, δεδομένου ότι, καί σκηνική οικονομία, στοιχείο απαραίτητο μιας άρτιας παράστασης, έστω και ερασιτεχνικής συγκεντρώνει, καί ρέοντα θεατρικό λόγο διαθέτει, καί ολοκληρωμένους χαρακτήρες -ρόλους σκηνικά  αναδεικνύει.

Η έλλειψη κατεύθυνσης στη συγκεκριμένη παράσταση ήταν τόσο ξεκάθαρη όμως, που πρόδωσε, έργο και συντελεστές από την αρχή, τόσο σαν αποτέλεσμα, όσο και σαν συγκρότηση σε θεατρικό σχήμα -ομάδα. Και η αδυναμία ξεκινά πρωτίστως από την διανομή, που, ενώ θα περίμενε κανείς ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αποτελέσματα έλλειψης δυναμικού, απεδείχθη ότι ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης διανομής, ανάθεσης ρόλων. Άλλη διανομή με τα ίδια πρόσωπα, θα είχε άλλα, πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

Η έλλειψη κατεύθυνσης δεν σταματά στην διανομή όμως μόνο, συνεχίζεται και στην σκηνοθετική προσέγγιση η οποία ήταν παραπαίουσα, δεδομένου ότι παρέπεμπε, από την σάτιρα στην κωμωδία και από το φολκλόρ στην παντομίμα. Γενικά το έργο δεν είχε ρυθμό, κίνηση, επεξεργασία, σαφή ανάγνωση, στόχο. Οι ηθοποιοί αφαίθηκαν στον αυτοσχεδιασμό, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όλων. Απόδειξη αυτού το γεγονός ότι, εκεί που υπήρχε σαφής  άποψη, όπως στο χορό και στους Τρώες, η σκηνοθετική γραμμή ήταν αναγνωρίσιμη και το αποτέλεσμα θετικό. Όπως επίσης και εκεί που οι ρόλοι δουλεύτηκαν, έστω και προσωπικά - π.χ, ο ρόλος του φρουρού  τον οποίο ερμήνευσε ο κ. Μπαλιάκας, ο οποίος έχει υποκριτικές αρετές ομολογουμένως.

Εκείνοι που διασώθηκαν πάντως, ήταν οι: κ. Αλχασίδης, ως Αγαμέμνων, αν και δεν ανέδειξε τις κινητικές, εκφραστικές του δυνατότητες παρά μόνο τις φωνητικές του και αυτές σε πολύ υψηλούς τόνους χωρίς συναισθηματικές μεταπτώσεις, αποχρώσεις. Ο κ. Γούπος, ως Οδυσσέας, η κ Κολάρα, ως Ελένη, και ο κ. Σπανός, ως αγγελιοφόρος.

Η περίπτωση του Νέστωρα, όπως και του Αίαντα θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρουσες κάτω από άλλη σκηνοθετικά άποψη και άλλο έργο.

Τα κουστούμια. παρά την επίμειξη, λόγω της σκηνοθετικής διαχρονικότητας, δεν είχαν την ενδεδειγμένη πιστότητα, λόγω οικονομικών ελλείψεων ίσως, δεδομένου ότι η πρόθεση -σύλληψη, αντίληψη-, ήταν αναγνωρίσιμη. Παρά ταύτα, υπηρετούσαν το ύφος της παράστασης, έστω και σε αυτή την κατεύθυνση.

Για τη μουσική δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει σαφή άποψη κανείς δεδομένου ότι δεν ακούστηκε λόγω έλλειψης ηχητικών, όπως και για τα σκηνικά εξάλλου, που και αυτά δεν λειτούργησαν, δεν υπηρέτησαν στο βαθμό που θα έπερεπε το έργο, όπως δεν λειτούργησε και δεν λειτουργεί και ο συγκεκριμένος θεατρικός χώρος, ο οποίος, τη μόνη παρέμβαση που είναι σε θέση διαχρονικά να κάνει, είναι να πληγώνει το περιβάλλον, δεδομένου ότι δεν πληρεί καμία σκηνική προϋπόθεση ως θεατρικός χώρος.

Παρά τις αδυναμίες και ελλείψεις όμως, δεν παύει, αυτή καθ’ αυτή, η προσπάθεια να είναι αναγνωρίσιμη και να χαίρει εκτίμησης, δεδομένου ότι ήταν φιλότιμη με θετική αφετηρία.

"ΦΩΝΗ "