21/1/12

Το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα»
Μυθιστόρημα – εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ


Αν το απόλυτο βιώνεται αλλά δεν λέγεται όπως αναφέρει ο Γοργίας, το ίδιο ισχύει, πρέπει να ισχύει, μάλλον, και για την συγκίνηση, ως μέρος της γνώσης, της τέχνης ιδιαίτερα, δοθέντος ότι, μέγιστη λειτουργία, προορισμός της τέχνης είναι η αίσθηση των πραγμάτων, η μέγιστη συγκίνηση. Μια τέτοια, βιούμενη αίσθηση συνέχει και τον αναγνώστη που έρχεται σε επαφή με το έργο του Τάκη Θεοδωρόπουλου «ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ». Αίσθηση, που είναι απόρροια της μεστότητας, του δοκιμιακού και λογοτεχνικού εύρους, τα οποία ενυπάρχουν στο εν λόγω έργο και επιδρούν αφοπλιστικά πάνω στη σκέψη, τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη. Αποτέλεσμα της αίσθησης αυτής είναι να οδηγείται, μέσω της ανάγνωσης, στην ηδονή του κειμένου, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Κακναβάτος, ο αναγνώστης. Μια ηδονή ανακαλούμενη, απούσα κατά κοινή ομολογία δυστυχώς στην τρέχουσα βιβλιογραφία η οποία βρίθει από υποκειμενισμούς, επίπεδες περιγραφές και αυτοβιογραφικές προσεγγίσεις.

Αν τέχνη είναι συγκίνηση, διεύρυνση, πλήρωση, βίωση του εαυτού μας, γνώση των ορίων, της ελευθερίας μας, οι προϋποθέσεις αυτές είναι παρούσες στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, δεδομένου ότι, καί συγκίνηση μας παρέχει, καί βίωμα γίνεται, και τα όρια της πνευματικής μας ελευθερία καταδεικνύει και διευρύνει.

Τι είναι το «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ»

Είναι απλώς ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως λέχθηκε, μόνο; Μπορεί. Αυτό είναι το περίγραμμα, το πρώτο επίπεδο όμως, γιατί στο βάθος, σε δεύτερο επίπεδο, είναι ένα ψυχογράφημα. Είναι η βαθύτερη αγωνία του ανθρώπου να αφήσει το προσωπικό του στίγμα, τόσο στον ενεστώτα, όσο και στον ιστορικό χρόνο. Και αυτή του την προσπάθεια, που είναι άλλωστε και η πιο σημαντική, τόσο για τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον Ξενοφώντα, όσο και για τον καθένα, διαπραγματεύεται με επάρκεια, φτάνοντας, ως τα έσχατα όρια της Αριστοτελικής, εντελέχειας, ψυχικής εν προκειμένω, ο συγγραφέας. Καθώς, πέρα από το πρώτο επίπεδο του μύθου, τον άθλο της επιστροφής των Μυρίων, κύριος διεκπεραιωτής του οποίου υπήρξε ο Ξενοφών, εκείνο που διαπερνά σε δεύτερο επίπεδο το έργο, είναι η ανατομία της ανθρώπινης φιλοδοξίας ενός ανθρώπου με ποιοτικές (τυχοδιωκτικές;) φιλοδοξίες, αρετές. Ποιοτικές γιατί ο Ξενοφών υπήρξε φίλος και συνομιλητής του κλειστού φιλοσοφικού πυρήνα των Αθηνών, του Σωκράτη και του, πατρός πάσης φιλοσοφίας, του Πλάτωνα συγκεκριμένα. Φέρελπις νέος δηλαδή. «Το... τέλειο προϊόν των Αθηνών», όπως τον χαρακτηρίζει κατ’ εξακολούθηση ο συγγραφέας. Εξ αυτού ορμόμενος, έχοντας ως αφετηρία την ποιοτική (;) φιλοδοξία του Ξενοφώντα, συνθέτει μια ψυχογραφία, με ορατές φιλοσοφικές, κοινωνικές προεκτάσεις ο Θεοδωρόπουλος, καθώς τον απασχολούν μέγιστα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, φιλοσοφικά ζητήματα: Δύναμη και αδυναμία, στην οποία καί επιμένει, ίσως γιατί θεωρεί ότι είναι η αφετηρία της ανθρώπινης συνειδητότητας, αξιοπρέπεια και ο εξευτελισμός (Θηραμένης), αποδοχή και απόρριψη (Ξενοφών), γνώση - άγνοια και άλλα.

Ο Τ. Θ. έγραψε ένα σύγχρονο έργο με αφορμή τον Ξενοφώντα, παρά την χρονική απόσταση του μύθου, κάνοντας το ιστορικό βίωμα, άμεσο, σημερινό, ταυτίζοντας το άτομο με τον κόσμο και τον κόσμο με το άτομο. Βάζοντας μέσα στο έργο τον άνθρωπο όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ, βοηθούμενος από τις ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές αντιστοιχίες, οι οποίες καθιστούν το έργο ακόμη πιο επίκαιρο. Και τούτο γιατί, τα ίδια γεγονότα, δημιουργούν τις ίδιες αντιδράσεις, τον ίδιο προβληματισμό, τις ίδιες φορτίσεις, τις ίδιες συγκινήσεις, μιας και η φύση, ο συναισθηματικός κόσμος τους ανθρώπου παραμένει αναλλοίωτος εδώ και 2.500 χρόνια -οι αντιστοιχίες πάμπολλες.

Αν, το 430 π.Χ, παράδειγμα, βρίσκει παραπαίουσα, σε παρακμή την άμεση Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ίδια παρακμή και τόσο παραπαίουσα βρίσκει δυστυχώς και την έμμεση, αντιπροσωπευτική (ελληνική), δυτική, δημοκρατία σήμερα, οπότε και οι αναλογίες, τηρουμένων των αναλογιών, και οι ανησυχίες, αλλά και οι συγκινήσεις είναι, μπορεί, να είναι ίδιες.

Αν, ο 4ος αιώνας π.Χ, επίσης, ήταν η απαρχή του τέλους της δημοκρατίας, ο 20ος αιώνας υπήρξε ήταν, είναι, ο αιώνας του τέλους της ελπίδας, οπότε, αντιλαμβάνεται κανείς, ποια αγωνία διακατείχε τους Αθηναίους πολίτες εκείνης της εποχής και ποια αγωνία διακατέχει, μπορεί να διακατέχει τους πολίτες της σημερινής εποχής. Τη στιγμή, που, κατ’ αναλογία πάντα, κατέρρευσαν και καταρρέουν δύο θεμελιώδεις κατακτήσεις τους. Το έθνος κράτος στις μέρες μας, και η πόλη κράτος στις μέρες τους.

Αν, τότε η Αθήνα ακόμα, εξόριζε τους ιστορικούς της, σκότωνε τους φιλοσόφους της, εξοστράκιζε τους πολιτικούς της, φυλάκιζε τους καλλιτέχνες της, κατέστρεφε τα έργα τους, μήπως και σήμερα δεν κάνει το ίδιο; Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων

Ύφος – γλώσσα.

Είναι γνωστό, ότι, σημαίνον για έναν συγγραφέα δεν είναι ο μύθος τον οποίο διαπραγματεύεται, αλλά ο τρόπος, το πώς δηλαδή τον διαπραγματεύεται. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά από συγγραφέα σε συγγραφέα.

Ύφος και γλώσσα, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας, είναι απόλυτα αναγνωρίσιμα στο έργο. Ύφος δοκιμιακό -λήμματα, υποσημειώσεις, αναφορές-, πλήρως συμβατό όμως με το θέμα, η δε γλώσσα, άμεση, αφηγηματική, λογοτεχνική, ενισχυόμενη από μια υποβόσκουσα θεατρικότητα κάνει πιο άμεσο, πιο επικοινωνιακό, πιο ενδιαφέρον το έργο.

Μπορεί η Νεωτερικότητα, η συνεχής διαδικασία απομύθευσης και αποδογματοποίησης της σκέψεις, να βοήθησε στη συγκρότηση των σημερινών Δ. κοινωνιών, δεδομένου ότι υπήρξε η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η γέννηση των αστικών καθεστώτων του 19-20ου αιώνα –ελεύθερη αγορά, ανάδυση εθνικών κρατών, έμμεση αντιπροσωπευτική δημοκρατία και λοιπά. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, της πλήρους απελευθέρωσης, της κατάλυσης των κοινωνικών κατακτήσεων όμως, εποχή που προβάλλει εφιαλτικά η υποκειμενική συνείδηση, είναι αδύνατον να μας καλύψει άλλο, γι’ αυτό, ίσως είναι καιρός, να ανακαλύψουμε ξανά τα αρχαιοελληνικά κείμενα και μαζί με αυτά το κοινωνικό εγώ των αρχαίων (κοινωνικών) φιλοσόφων, όπως μας προτρέπει ο Τ. Θεοδωρόπουλος. Ίσως είναι καιρός αντιστεκόμενοι στη λαίλαπα του λαϊκισμού, και της υποκειμενικής συνείδησης, να πούμε: «Εν πρυτανείω» σκέψης «σιτείσθαι (ε)», γιατί, «Ουκ εκ χρημάτων αρετή γίγνεται, αλλ’ εξ’ αρετής χρήματα…*».

* Πλάτων: Απολογία Σωκράτους.


"ΚΗΡΗΘΡΕΣ"